- ἀναιμοτέρα
- ἀναιμοτέρᾱ , ἄναιμοςbloodlessfem nom/voc/acc comp dualἀναιμοτέρᾱ , ἄναιμοςbloodlessfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναιμότερα — ἄναιμος bloodless neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιμοτέρας — ἀναιμοτέρᾱς , ἄναιμος bloodless fem acc comp pl ἀναιμοτέρᾱς , ἄναιμος bloodless fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιμοτέραν — ἀναιμοτέρᾱν , ἄναιμος bloodless fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)